
Το είδα σε ένθετο κυριακάτικης εφημερίδας την προηγούμενη βδομάδα και σαν πιστός έτρεξα να το αγοράσω. Είδα ότι επρόκειτο για ένα παιδικό βιβλίο για μεγάλους ή ένα μεγαλίστικο βιβλίο για παιδιά, όπως πληροφορούμαστε και από το εξώφυλλό του. Το είχα φυλάξει πάνω στο κομοδίνο και του υποσχέθηκα ότι θα το διαβάσω από την επόμενη βδομάδα που θα πάω διακοπές. Να το διαβάσω κοντά στη φύση, πάνω στην άμμο ή ακουμπισμένη σε κάποιο κορμό, όπως αρμόζει σε κάθε βιβλίο του Τομ Ρόμπινς.
Δεν άντεξα όμως, και χθες το βράδυ το καταβρόχθισα, υπό τους ήχους των παπιών με πειραγμένη εξάτμιση να περνούν κάτω από το μπαλκόνι μου. Έπεσα με μανία στις λέξεις και περίμενα να με παρασύρουν τα κύματα εμπνευσμένων μεταφορών και παιχνιδιάρικων ερωτοτροπιών ζαλισμένων πλασμάτων. Άδικός κόπος όμως, ούτε τα ποτάμια μπύρας - αυτής της φιλτραρισμένης από τη μαγιά που περίσσεψε αλλά και από της άλλης που ωριμάζει μέσα στο μπουκάλι - ούτε ο παραλίγο γάμος μου με έναν Ιρλανδό βοήθησαν στην μέθη.
Το ταξίδι ξεκινά πολύ αργά με γενναίες δόσεις βαρεμάρες και μια σβησμένη σχεδόν ευφυΐα και εκεί που περιμένεις ότι κάποια μεταμόρφωση θα συμβεί, στις τελευταίες σελίδες, αρχίζει η απότομη πτώση. Όλα γίνονται γρήγορα, σα να βαρέθηκε την ίδια του την ιστορία προς το τέλος ή σα να πέρασε η επίδραση της μπύρας και η μαμά της Γκρέισι παντρεύεται τον θείο Μο.
Ο Τομ Ρόμπινς σταμάτησε να τρώει μανιτάρια και παντζάρια και άρχισε να πίνει μπύρα. Το αποτέλεσμα μοιάζει με δουλειά του ποδαριού για να πληρώσει και το επόμενο κιβώτιο μπύρας.
Αρνούμαι να δεχτώ πως όλοι οι έρωτες κάποτε σβήνουν.