20.4.09

Το στάχυ

Posted in by Ελένα Μπαμπούσκα | Edit

Το στάχυ από μικρό, είχε μάθει να λιάζεται κάτω από τον ήλιο και να απολαμβάνει το ανακάτεμα του θερμού αέρα. Συνήθιζε να ξαπλώνει την πλάτη του στο φιλόξενο χώμα και να αφήνει (κάνοντας το κοιμισμένο) τα κάθε λογής έντομα να παίζουν μαζί του. οι μέρες του δεν μετριόνταν, και η εποχή δεν άλλαζε ποτέ. Όλα ήταν όμορφα.

Ένα πρωινό όμως, ταράχτηκε από τις φωνές αγοριών και κοριτσιών, που χαριεντίζονταν με τη φύση. Ποτέ δεν περνούσε κανείς από εκεί. Ξεφωνήματα και λαχανιάσματα το πλησίασαν. Ξάφνου, ο ήλιος σκεπάστηκε από μια τεράστια ροζ παλάμη. Η παλάμη έπιασε δειλά το τρομαγμένο στάχυ και το σήκωσε ψηλά.

Το στάχυ τα έχασε, πρώτη φορά βρισκόταν τόσο ψηλά, πάνω από το λιβάδι. Ποσό μεγάλο και ήρεμο του φάνηκε. Ο άνεμος ήταν πιο δυνατός και το στάχυ ζαλίστηκε και μέθυσε από τις τόσο διαφορετικές εικόνες. Έπειτα η παλάμη οδήγησε το στάχυ και το έμπηξε στα σουφρωμένα ροζ χείλη ενός αγοριού. Το στάχυ αντιστάθηκε, αλλά όχι για πολύ, τώρα που μετακινούνταν μπορούσε να δει περισσότερα πράγματα. Ήταν τόσο χαρούμενο που αναπηδούσε σαν τρελαμένο. Το αγόρι συνέχισε αν περπατάει, ώσπου συνάντησαν ένα μπλε κουτί με πολλές παλάμες να ξεχύνονται από τα ανοίγματα και να φωνάζουν περίεργα νοήματα. Το αγόρι μπαίνει στο μεγάλο κουτί, εξακολουθώντας να κρατά το στάχυ με τα χείλη του. Το στάχυ σταμάτησε να χοροπηδάει περιμένοντας τι θα συμβεί. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος το έκανε να ζαρώσει. Ο θόρυβος δε σταματούσε και το κουτί έτρεχε πάνω από ένα γκρι στέρεο ουρανό. Το στάχυ έβλεπε το λιβάδι να χάνεται και άρχισε να διαμαρτύρεται γιατί ένιωθε πως το έπαιρναν από την ζωή του. Ήθελε να αφεθεί ελεύθερο και προσπάθησε να εκκρίνει την πιο πικρή φωνή του. Το αγόρι το ένιωσε αυτό αμέσως και με αηδία πέταξε το στάχυ έξω από το τρεχούμενο κουτί.

Το στάχυ στροβιλίστηκε στον αέρα και τελικά προσγειώθηκε πάνω στην άσφαλτο. Η πτώση είχε σαν αποτέλεσμα να τσακιστεί η εύθραυστη πλάτη του. Έπειτα από ώρα, όταν συνήλθε, συνειδητοποίησε πως δεν υπάρχει ήλιος. Όλα είναι σκοτεινά και κρύα. Απόγνωση. Έτσι είναι λοιπόν ο θάνατος? Μόνο του, στο σκοτάδι, στο κρύο, πάνω στην αφιλόξενη άσφαλτο και τα αυτοκίνητα να τρέχουν πλάι του και καμιά φορά και από πάνω του. Αργοπεθαίνει, αφομοιώνεται από την άσφαλτο, χάνεται. Το μόνο που προσμένει είναι να αποκοιμηθεί για να ονειρευτεί το χώμα, τον ήλιο, το λιβάδι.

0 Comments


Leave a Comment