Συμμάζευα και γέμισα το φαράσι γράμματα, κεφαλαία και μικρά. Βγήκα στο δρόμο και τα κόλλησα όλα πάνω στο στύλο, δίπλα σε αγγελίες για ιδιαίτερα μαθήματα και τρόπους για έξτρα εισόδημα.
Τώρα που τα έβαλα σε μια τάξη, προσπαθώ να τα διαβάσω. Άδικος κόπος, με πονούν τα μάτια από τους καταρράκτες, και τα δυο. Την αγανάκτηση την πληρώνει ο στύλος της ΔΕΗ, δεχόμενος κλωτσιές.
Τα μαζεύω και τρέχω στην επόμενη γωνία, στον επόμενο στύλο. Πάλι οι καταρράκτες, και έξω ψιχαλίζει. Πάλι κλωτσάω το στύλο.
Χαμηλώνει και με κοιτά περήφανα και με μια υπόνοια λύπης.
- Γιατί;
Σίγουρα θέλει να με κάνει να νιώσω τύψεις, όμως εγώ πια είμαι μούσκεμα.
- Νομίζεις οφείλω να σου φερθώ διαφορετικά επειδή κάποτε ήσουν δέντρο;
- Γιατί;
- Γιατί έτσι.
Τρέχω στην επόμενη γωνία, στον επόμενο στύλο. Η λάμπα είναι καμένη. Η βροχή σταμάτησε, αλλά εγώ δε βλέπω πια.